Τα αποτελέσματα ήταν:
α. Χτυπώ δυνατά 5 ψήφοι
β. Εκσφενδονίζω 8 ψήφοι
γ. Γρονθοκοπω 4 ψήφοι
Βουννώ (ή βουννίζω) σημαίνει εκσφενδονίζω. Είναι ηχομημιτική λέξη, από το "βούννισμα" που κάνει ο αέρας όταν περιστρέφουμε κάτι για να το εκσενδονίσουμε. Στην καθημερινότητα, την χρησιμοποιούμε λανθασμένα, με την έννοια του "χτυπώ δυνατά".
Παραλιμνίτικο Παράδειγμα:
- Βρύξε ολάν να μεν σου την βουννίω τωρά τζαι να ππέσουν τα 'όντια σου λουβίν λουβίν.
- Αν εν' να μου την βουννύεις, βούννα μου την να ποσπαζούμαστιν.
Διόρθωση: Ηχομημιτική :)
ΑπάντησηΔιαγραφή(ΥΓ Αυριο με τον κηδεμόνα σου BRC παιδί μου)
Α! Μου έφυγε ένα "μι". Ευχαριστώ, θα το διορθώσω αγαπητή :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε διόρθωσα λάθος! Ηχομιμητική! (Δάσκαλε που δίδασκες....)
ΑπάντησηΔιαγραφή